- μοκέτα
- makine halısı
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
μοκέτα — η (υφαντ.) είδος χαλιού, συνήθως από κουρεμένο ή σγουρό βελούδο, συχνά μονόχρωμο, που τοποθετείται κατά κανόνα μόνιμα στο δάπεδο καλύπτοντας όλη την επιφάνειά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. moquette «είδος χαλιού»] … Dictionary of Greek